κουβέντιασμα

κουβέντιασμα
το, -ατος
1. κουβέντα.
2. κατηγορία, δυσμενή σχόλια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουβέντιασμα — το [κουβεντιάζω] 1. συζήτηση, συνομιλία, κουβέντα 2. δυσμενή σχόλια, επίκριση, μομφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”